λυσιγόνος

λυσιγόνος
-ο, θηλ. και -α
βιολ.
1. αυτός που προκαλεί διάσπαση ή καταστροφή κυττάρων
2. φρ. «λυσιγόνος σχηματισμός» — κοιλότητα που σχηματίζεται από την καταστροφή προϋπαρχόντων κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lysigene < lysi- (< λυσι-*) + gene (< γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”